- χιονοδρόμιο(ν)
- το место лыжных соревнований
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιονοδρόμιο — το, Ν [χιονοδρόμος] χώρος κατάλληλος για χιονοδρομίες, πίστα χιονοδρομιών, χιονοδρομικό κέντρο … Dictionary of Greek